- τρίιππος
- -ον, ουδ. και τριίπι(ο)ν, Α1. αυτός που έχει τρεις ίππους2. το ουδ. ως ουσ. τὸ τρίιπον και τριίπινάμαξα που σύρεται από τρεις ίππους που έχουν ζευχθεί μαζί.[ΕΤΥΜΟΛ. < τρι-* + ἵππος «άλογο» (πρβλ. ἑξά-ϊππος)].
Dictionary of Greek. 2013.